υπασφάλιση

υπασφάλιση
η, Ν
(ασφαλ. δίκ.) περίπτωση ασφάλισης κατά την οποία το ασφαλιστικό ποσό είναι μικρότερο τής ασφαλιστικής αξίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)-* + ασφάλιση].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”